- ηλεκτροθερμόμετρο
- τοφυσ. ειδικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής θερμοκρασίας με ηλεκτρικές μεθόδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο-* + θερμόμετρο. Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτροθερμόμετρον μαρτυρείται από το 1870 στον Αντ. Δαμασκηνό].
Dictionary of Greek. 2013.